Anonymous

συγγνωρίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(39)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[γνωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επίσης]] [[γνώστης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οί συγγνωριζόμενοι</i><br />πρόσωπα που γνωρίζονται [[μεταξύ]] τους.
|mltxt=Α [[γνωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επίσης]] [[γνώστης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οί συγγνωριζόμενοι</i><br />πρόσωπα που γνωρίζονται [[μεταξύ]] τους.
}}
{{elru
|elrutext='''συγγνωρίζω:''' разделять (чье-л.) знание, знать вместе (συναισθάνεσθαι καὶ σ. Arst.).
}}
}}