Anonymous

στόνος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στόνος:''' ὁ ([[στένω]]), [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρήνος]], βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''στόνος:''' ὁ ([[στένω]]), [[στεναγμός]], [[γογγυσμός]], [[θρήνος]], βογκητό, σε Όμηρ.· λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''στόνος:''' ὁ<b class="num">1)</b> стон, рыдание Hom., Aesch., Thuc.: στόνον ποιεῖν τινος Soph. рыдать о ком-л.;<br /><b class="num">2)</b> гул, рев (στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.).
}}
}}