Anonymous

συγκατοικτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατοικτίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[θρηνώ]] μαζί, από κοινού, σε Θουκ.
|lsmtext='''συγκατοικτίζομαι:''' Αττ. μέλ. <i>-ιοῦμαι</i>, Μέσ., [[θρηνώ]] μαζί, από κοινού, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατοικτίζομαι:''' совместно сетовать, оплакивать (τὰ δ᾽ [[οἷα]] [[πάσχω]] Soph.).
}}
}}