Anonymous

σύγχροος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i> ([[χρόα]]), αυτός που έχει παρόμοιο [[χρώμα]] ή όψη με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιόχρωμος]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''σύγχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i> ([[χρόα]]), αυτός που έχει παρόμοιο [[χρώμα]] ή όψη με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιόχρωμος]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύγχροος:''' стяж. [[σύγχρους]] 2<br /><b class="num">1)</b> досл. одноцветный, перен. единообразный (sc. [[ὁδός]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> гладкий, без пятен, чистый ([[ψυχή]] Plut.).
}}
}}