Anonymous

συγκαμπτός: Difference between revisions

From LSJ
4
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκάμπτω]]<br />λυγισμένος, [[καμπύλος]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκάμπτω]]<br />λυγισμένος, [[καμπύλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαμπτός:''' [adj. verb. к [[συγκάμπτω]] согнутый Arst.
}}
}}