Anonymous

συμβολή: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβολή:''' ἡ (συμβάλλομαι),<br /><b class="num">I.</b> [[συνάντηση]] με κάποιον στο ίδιο [[σημείο]], [[ένωση]], [[συναπάντημα]], [[σμίξιμο]], σε Ξεν.· [[σημείο]] όπου ενώνονται [[δύο]] μέρη, [[άκρο]], [[αρμός]], [[άρθρωση]], Λατ. [[commissura]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με εχθρική [[σημασία]], εχθρική [[συνάντηση]], [[συμπλοκή]], [[μάχη]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> = [[συμβόλαιον]] II, [[συμβόλαιο]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], [[συμφωνητικό]], σε Αριστ.· στους Αχαρν. του Αριστοφ. υπάρχει [[λογοπαίγνιο]] με τις σημασίες II και III, [[συμπλοκή]] και ανοιχτοί οικονομικοί λογαριασμοί, εχθρική [[έφοδος]] και [[απαίτηση]] πληρωμής.<br /><b class="num">IV.</b> στον πληθ. <i>συμβολαί</i> ονομάζονταν όσα συνέφερε [[κάποιος]] στο κοινό [[συμπόσιο]], [[συνεισφορά]], [[έρανος]]· <i>πίνειν ἀπὸ συμβολῶν</i>, όπως το de symbolis [[esse]] στον Τερέντ., Αττ.· [[διασκέδαση]], [[ευωχία]], [[γεύμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συμβολή:''' ἡ (συμβάλλομαι),<br /><b class="num">I.</b> [[συνάντηση]] με κάποιον στο ίδιο [[σημείο]], [[ένωση]], [[συναπάντημα]], [[σμίξιμο]], σε Ξεν.· [[σημείο]] όπου ενώνονται [[δύο]] μέρη, [[άκρο]], [[αρμός]], [[άρθρωση]], Λατ. [[commissura]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> με εχθρική [[σημασία]], εχθρική [[συνάντηση]], [[συμπλοκή]], [[μάχη]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> = [[συμβόλαιον]] II, [[συμβόλαιο]], [[σύμβαση]], [[σύμφωνο]], [[συμφωνητικό]], σε Αριστ.· στους Αχαρν. του Αριστοφ. υπάρχει [[λογοπαίγνιο]] με τις σημασίες II και III, [[συμπλοκή]] και ανοιχτοί οικονομικοί λογαριασμοί, εχθρική [[έφοδος]] και [[απαίτηση]] πληρωμής.<br /><b class="num">IV.</b> στον πληθ. <i>συμβολαί</i> ονομάζονταν όσα συνέφερε [[κάποιος]] στο κοινό [[συμπόσιο]], [[συνεισφορά]], [[έρανος]]· <i>πίνειν ἀπὸ συμβολῶν</i>, όπως το de symbolis [[esse]] στον Τερέντ., Αττ.· [[διασκέδαση]], [[ευωχία]], [[γεύμα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβολή:''' ἡ<b class="num">1)</b> соединение, стык или скрещение (τριῶν κελεύθων Aesch.; sc. τῶν ὁδῶν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> сращение (τῶν νεύρων Arst.);<br /><b class="num">3)</b> слияние (τῶν ποταμῶν Diod.);<br /><b class="num">4)</b> встреча, непосредственное соседство (φωνηέντων Arst.);<br /><b class="num">5)</b> сочленение, шов (τῶν ὀστέων Plat.);<br /><b class="num">6)</b> смыкание (τῶν χειλῶν Arst.);<br /><b class="num">7)</b> край, конец, застежка (τοῦ ζωστῆρος Her.);<br /><b class="num">8)</b> столкновение, стычка, схватка (sc. τῶν [[νηῶν]] Aesch.): [[νικᾶν]] τῇ συμβολῇ Her. победить в сражении;<br /><b class="num">9)</b> соглашение, контракт (συνθῆκαι καὶ συμβολαί Arst.);<br /><b class="num">10)</b> преимущ. pl. денежный взнос, вклад, пожертвование Luc.; συμβολὰς πράττεσθαι Arph. взимать взносы, устраивать складчину; συμβολὰς μεγάλας τῷ κοινῷ [[δοῦναι]] Plut. сделать большой вклад в общегосударственное дело; οὐκ ἐλάττονας συμβολὰς παρασχέσθαι εἴς τι Plut. сыграть немалую роль в чем-л.;<br /><b class="num">11)</b> обед вскладчину Xen.
}}
}}