3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμμάχομαι:''' [ᾰ], μέλ. <i>-οῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>συνεμαχεσάμην</i>, παρακ. <i>συμμεμάχημαι</i>, αποθ., [[πολεμώ]] από κοινού με άλλους, [[συμπολεμώ]], είμαι [[σύμμαχος]], [[αρωγός]], [[επίκουρος]], [[βοηθός]], σε Ξεν.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], <i>τινι</i>, στον ίδ.· <i>τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται</i>, οι πιθανότητες είναι με το [[μέρος]] μου, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''συμμάχομαι:''' [ᾰ], μέλ. <i>-οῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>συνεμαχεσάμην</i>, παρακ. <i>συμμεμάχημαι</i>, αποθ., [[πολεμώ]] από κοινού με άλλους, [[συμπολεμώ]], είμαι [[σύμμαχος]], [[αρωγός]], [[επίκουρος]], [[βοηθός]], σε Ξεν.· γενικά, [[βοηθώ]], [[παρέχω]] [[αρωγή]], [[συντρέχω]], <i>τινι</i>, στον ίδ.· <i>τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται</i>, οι πιθανότητες είναι με το [[μέρος]] μου, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμμάχομαι:''' (ᾰχ) (fut. συμμαχοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> вместе сражаться, воевать в союзе (τινι Xen., Plat.): τὴν ἐν Μαντινεία μάχην σ. Aeschin. участвовать в сражении при Мантинее; σ. πρός τινα Arst. совместно бороться против кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> оказывать помощь, помогать (τινι Xen.): τὸ οἰκὸς ἐμοὶ συμμάχεται (v. l. συμμαχέεται) Her. правдоподобие (здесь) на моей стороне; οὐ [[μόνος]], ἀλλὰ [[μετὰ]] τοῦ ξίφους τοῦ συμμεμαχημένου Luc. не один, а в сопровождении верного меча. | |||
}} | }} |