Anonymous

συμπροπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπροπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συνοδεύω]], [[ξεπροβοδίζω]] από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[συμπροπέμπω]] τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.
|lsmtext='''συμπροπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συνοδεύω]], [[ξεπροβοδίζω]] από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[συμπροπέμπω]] τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπροπέμπω:''' совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).
}}
}}