Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναριθμέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῠνᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αριθμώ]] μαζί, [[συνυπολογίζω]], [[απαριθμώ]], [[προσμετρώ]], σε Ισαίο· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. — Παθ., αριθμούμαι, απαριθμούμαι μαζί με άλλους, συνυπολογίζομαι, σε Αριστ.
|lsmtext='''σῠνᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αριθμώ]] μαζί, [[συνυπολογίζω]], [[απαριθμώ]], [[προσμετρώ]], σε Ισαίο· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. — Παθ., αριθμούμαι, απαριθμούμαι μαζί με άλλους, συνυπολογίζομαι, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰριθμέω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> сосчитывать, пересчитывать (ψήφους Isae.): συναριθμούμενος Arst. составной, сложный;<br /><b class="num">2)</b> перечислять (τὰ προστεταγμένα Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> присчитывать, принимать во внимание: μὴ σύναριθμουμένου τινός Arst. не принимая в соображение чего-л.;<br /><b class="num">4)</b> причислять: ἐν Βρούτοις συναριθμεῖσθαι Plut. оказаться в числе таких людей, как Брут.
}}
}}