3,277,649
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῠνᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αριθμώ]] μαζί, [[συνυπολογίζω]], [[απαριθμώ]], [[προσμετρώ]], σε Ισαίο· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. — Παθ., αριθμούμαι, απαριθμούμαι μαζί με άλλους, συνυπολογίζομαι, σε Αριστ. | |lsmtext='''σῠνᾰριθμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αριθμώ]] μαζί, [[συνυπολογίζω]], [[απαριθμώ]], [[προσμετρώ]], σε Ισαίο· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχίν. — Παθ., αριθμούμαι, απαριθμούμαι μαζί με άλλους, συνυπολογίζομαι, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνᾰριθμέω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> сосчитывать, пересчитывать (ψήφους Isae.): συναριθμούμενος Arst. составной, сложный;<br /><b class="num">2)</b> перечислять (τὰ προστεταγμένα Aeschin.);<br /><b class="num">3)</b> присчитывать, принимать во внимание: μὴ σύναριθμουμένου τινός Arst. не принимая в соображение чего-л.;<br /><b class="num">4)</b> причислять: ἐν Βρούτοις συναριθμεῖσθαι Plut. оказаться в числе таких людей, как Брут. | |||
}} | }} |