Anonymous

σύνδενδρος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύνδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), [[κατάφυτος]] από [[πολλά]] δέντρα, αυτός που έχει [[πυκνά]] δέντρα, σε Βάβρ.
|lsmtext='''σύνδενδρος:''' -ον ([[δένδρον]]), [[κατάφυτος]] από [[πολλά]] δέντρα, αυτός που έχει [[πυκνά]] δέντρα, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύνδενδρος:''' <b class="num">1)</b> густо поросший деревьями ([[νῆσος]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> густой ([[ὕλη]] Babr.).
}}
}}