Anonymous

συνεπικουφίζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπικουφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ελαφρύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] συγχρόνως, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[ανακούφιση]], [[ανακουφίζω]], στον ίδ.
|lsmtext='''συνεπικουφίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ελαφρύνω]] κάποιον ή [[κάτι]] συγχρόνως, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[ανακούφιση]], [[ανακουφίζω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπικουφίζω:''' <b class="num">1)</b> одновременно облегчать: τοῖς φελλοῖς τὸ [[σῶμα]] σ. Plut. плыть с помощью пробкового пояса (досл. облегчать тело пробкой);<br /><b class="num">2)</b> перен. помогать поднять, возбуждать, ободрять (τοὺς φύσει μικρούς Plut.).
}}
}}