Anonymous

συνέστιος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μοιράζεται την οικογενειακή [[εστία]] ή την [[οικία]] με άλλον, [[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], φιλοξενούμενος, Λατ. [[contubernalis]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ξυνέστιοι πόλεος</i>, συμπολίτες, σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., συνέστιός σοικαὶ [[ὁμοτράπεζος]], σε Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., [[ξυνέστιος]] ἐμοὶ θοίνῃ, σύντροφοί μου στο [[συμπόσιο]], συνδαιτυμόνες, ομοτράπεζοι.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον [[Δία]], [[προστάτης]] της οικογενειακής εστίας, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συνέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μοιράζεται την οικογενειακή [[εστία]] ή την [[οικία]] με άλλον, [[συγκάτοικος]], [[σύνοικος]], φιλοξενούμενος, Λατ. [[contubernalis]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ξυνέστιοι πόλεος</i>, συμπολίτες, σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., συνέστιός σοικαὶ [[ὁμοτράπεζος]], σε Πλάτ.· με δοτ. πράγμ., [[ξυνέστιος]] ἐμοὶ θοίνῃ, σύντροφοί μου στο [[συμπόσιο]], συνδαιτυμόνες, ομοτράπεζοι.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τον [[Δία]], [[προστάτης]] της οικογενειακής εστίας, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνέστιος:''' ὁ<b class="num">1)</b> домочадец, сожитель Soph., Eur., Plat.: ξυνέστιοι πόλεως Aesch. сограждане;<br /><b class="num">2)</b> сотоварищ: ξ. θοίνῃ Eur. и σ. [[δαιτός]] Anth. сотрапезник, собутыльник;<br /><b class="num">3)</b> хранитель домашнего очага ([[Ζεὺς]] σ. Aesch.).
}}
}}