Anonymous

συνεκλείπω: Difference between revisions

From LSJ
4
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐκλείπω]]<br />[[αφήνω]] τη ζωή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εκλείπω]] συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῡ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.).
|mltxt=ΜΑ [[ἐκλείπω]]<br />[[αφήνω]] τη ζωή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εκλείπω]] συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῡ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκλείπω:''' одновременно прекращаться, вместе кончаться ([[ἅμα]] τινί Plut.): ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε Plut. (вместе с Нумой) окончилось мирное существование Рима.
}}
}}