Anonymous

συμπολιορκέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπολιορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμετέχω]] σε [[πολιορκία]], [[πολιορκώ]] από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''συμπολιορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμετέχω]] σε [[πολιορκία]], [[πολιορκώ]] από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπολιορκέω:''' совместно вести осаду, вместе осаждать Her., Thuc., Dem.
}}
}}