Anonymous

συστενάζω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συστενάζω:''' [[στενάζω]], [[αναστενάζω]], [[θρηνώ]] από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συστενάζω:''' [[στενάζω]], [[αναστενάζω]], [[θρηνώ]] από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· απόλ., σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συστενάζω:''' вместе стонать, сообща вздыхать (τινι Eur.; σ. καὶ συνωδίνειν NT).
}}
}}