Anonymous

συνεργοπονέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6_5)
(4b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεργοπονέω''': βοηθῶ εἰς ἐργασίαν ἢ κοπῶδες [[ἔργον]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 41.
|lstext='''συνεργοπονέω''': βοηθῶ εἰς ἐργασίαν ἢ κοπῶδες [[ἔργον]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 41.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεργοπονέω:''' сотрудничать, помогать (τινι Sext.).
}}
}}