3,277,172
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰμεσίχρως:''' ὁ, ἡ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει το [[δέρμα]], που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τᾰμεσίχρως:''' ὁ, ἡ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει το [[δέρμα]], που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰμεσίχρως:''' οος adj. разрезающий кожу, ранящий ([[ἐγχείη]] Hom.). | |||
}} | }} |