Anonymous

συνεμπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεμπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] [[εντός]] από κοινού ή [[επιπίπτω]], [[συμπίπτω]] μαζί, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιπίπτω]], [[εφορμώ]] ή επιτίθεμαι από κοινού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνεμπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] [[εντός]] από κοινού ή [[επιπίπτω]], [[συμπίπτω]] μαζί, σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιπίπτω]], [[εφορμώ]] ή επιτίθεμαι από κοινού, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεμπίπτω:''' (aor. 2 συνενέπεσον, pf. συνεμπέπτωκα)<br /><b class="num">1)</b> одновременно падать, обрушиваться, наваливаться (sc. εἰς τὸ [[πορθμεῖον]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> одновременно бросаться, устремляться (ἐς τὸ [[πῦρ]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> складываться, происходить, приключаться (κατὰ τύχην Plut.);<br /><b class="num">4)</b> совпадать (τινί Arst.);<br /><b class="num">5)</b> совместно нападать: οἱ μὴ κυκλωσάμενοι, ἀλλὰ συνεμπεσόντες Plut. (отряды), шедшие не в обход, а во фронтальное наступление.
}}
}}