Anonymous

σφενδονήτης: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφενδονήτης:''' -ου, ὁ ([[σφενδονάω]]), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει [[σφεντόνα]] ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, [[ικανός]] στις βολές με [[σφεντόνα]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''σφενδονήτης:''' -ου, ὁ ([[σφενδονάω]]), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει [[σφεντόνα]] ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, [[ικανός]] στις βολές με [[σφεντόνα]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφενδονήτης:''' ου ὁ пращник Her., Thuc., Plat.
}}
}}