Anonymous

τέλειος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέλειος:''' και [[τέλεος]], -α (Ιων. -η), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει φτάσει το [[τέλος]] του, [[τέλειος]], [[πλήρης]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[χωρίς]] [[σημάδι]] ή [[κηλίδα]], στο ίδ.· τὰ τέλεα [[τῶν]] προβάτων, σε Ηρόδ.· λέγεται για θυσίες, <i>ἱερὰ τέλεια</i>, πλήρη, τέλεια ή συμπληρωμένα στον αριθμό, ή τελούμενα με [[κάθε]] προσήκουσα [[ιεροτελεστία]], σε Θουκ.· ομοίως, <i>αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν</i>, σημαίνει πιθ. το πιο ασφαλές μαντικό [[πτηνό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που έχει πλήρη [[ηλικία]], [[ακμαίος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλήρης]], [[καλά]] καταρτισμένος, [[τέλειος]] στο είδος του, [[χωρίς]] καμία [[έλλειψη]] στην ιδιότητά του, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, [[φάρμακον]] τελειώτατον, στον ίδ.· [[τελεία]] [[ἀρετή]], [[φιλία]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για προσευχές, ευχές κ.λπ., [[τετελεσμένος]], εκπληρωμένος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ὄψις]] οὐ τελέη, όραμα που δεν σημαίνει [[τίποτα]], σε Ηρόδ.· [[τελεία]] [[ψῆφος]], ορισμένη [[απόφαση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> στην Αριθμητική, <i>τέλειοι</i> είναι οι αριθμοί οι οποίοι ισούνται με το [[άθροισμα]] των διαιρετών τους, όπως 6 = 3 + 2 + 1, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τους θεούς, αυτοί που εκπληρώνουν τις προσευχές, <i>Ζεὺςτέλειος</i>, Δίας ο εκπληρωτής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· λέγεται για την Ήρα, [[ζυγία]], Λατ. [[Juno]] [[pronuba]], η [[προστάτιδα]] [[θεά]] του γάμου, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], Λατ. [[paterfamilias]], [[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]], [[πατέρας]] της οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[τελευταίος]], [[έσχατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>τέλειον</i> (όχι <i>τέλεον</i>), <i>τό</i>, βασιλικό [[συμπόσιο]], ως [[μετάφραση]] του Περσικού tycta, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">V. 1.</b> επίρρ. [[τελέως]], τελικά, εν τέλει, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τελείως]], απολύτως, εντελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> το ουδ. <i>τέλεον</i> χρησιμοποιείται επίσης ως επίρρ., σε Λουκ.<br /><b class="num">VI.</b> Συγκρ. και υπερθ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τα <i>τελεώτερος</i> ή <i>τελειότερος</i>, <i>τελειότατος</i>, [[χάριν]] μέτρου· στους Αττ. επικρατεί ο [[τύπος]] <i>τελεώτερος</i>, <i>τελεώτατος</i>.
|lsmtext='''τέλειος:''' και [[τέλεος]], -α (Ιων. -η), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον ([[τέλος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει φτάσει το [[τέλος]] του, [[τέλειος]], [[πλήρης]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για θύματα, [[τέλειος]], [[χωρίς]] [[σημάδι]] ή [[κηλίδα]], στο ίδ.· τὰ τέλεα [[τῶν]] προβάτων, σε Ηρόδ.· λέγεται για θυσίες, <i>ἱερὰ τέλεια</i>, πλήρη, τέλεια ή συμπληρωμένα στον αριθμό, ή τελούμενα με [[κάθε]] προσήκουσα [[ιεροτελεστία]], σε Θουκ.· ομοίως, <i>αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν</i>, σημαίνει πιθ. το πιο ασφαλές μαντικό [[πτηνό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που έχει πλήρη [[ηλικία]], [[ακμαίος]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πλήρης]], [[καλά]] καταρτισμένος, [[τέλειος]] στο είδος του, [[χωρίς]] καμία [[έλλειψη]] στην ιδιότητά του, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, [[φάρμακον]] τελειώτατον, στον ίδ.· [[τελεία]] [[ἀρετή]], [[φιλία]] κ.λπ., σε Αριστ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για προσευχές, ευχές κ.λπ., [[τετελεσμένος]], εκπληρωμένος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ὄψις]] οὐ τελέη, όραμα που δεν σημαίνει [[τίποτα]], σε Ηρόδ.· [[τελεία]] [[ψῆφος]], ορισμένη [[απόφαση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> στην Αριθμητική, <i>τέλειοι</i> είναι οι αριθμοί οι οποίοι ισούνται με το [[άθροισμα]] των διαιρετών τους, όπως 6 = 3 + 2 + 1, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για τους θεούς, αυτοί που εκπληρώνουν τις προσευχές, <i>Ζεὺςτέλειος</i>, Δίας ο εκπληρωτής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· λέγεται για την Ήρα, [[ζυγία]], Λατ. [[Juno]] [[pronuba]], η [[προστάτιδα]] [[θεά]] του γάμου, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], Λατ. [[paterfamilias]], [[κύριος]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]], [[πατέρας]] της οικογένειας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[τελευταίος]], [[έσχατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">IV.</b> <i>τέλειον</i> (όχι <i>τέλεον</i>), <i>τό</i>, βασιλικό [[συμπόσιο]], ως [[μετάφραση]] του Περσικού tycta, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">V. 1.</b> επίρρ. [[τελέως]], τελικά, εν τέλει, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τελείως]], απολύτως, εντελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> το ουδ. <i>τέλεον</i> χρησιμοποιείται επίσης ως επίρρ., σε Λουκ.<br /><b class="num">VI.</b> Συγκρ. και υπερθ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τα <i>τελεώτερος</i> ή <i>τελειότερος</i>, <i>τελειότατος</i>, [[χάριν]] μέτρου· στους Αττ. επικρατεί ο [[τύπος]] <i>τελεώτερος</i>, <i>τελεώτατος</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''τέλειος:''' и [[τέλεος]] 3 и<br /><b class="num">1)</b> законченный, полный: τ. [[ἐνιαυτός]] Plat. круглый год; τελέους ἐπτὰ μῆνας Arph. в течение полных семи месяцев; [[ἅρμα]] [[τέλειον]] Luc. колесница с полной запряжкой, т. е. четверня;<br /><b class="num">2)</b> законченный, зрелый, возмужалый, взрослый ([[ἵππος]] Plat.): τ. [[ἀνήρ]] Aesch., Plat. зрелый муж или Aesch. глава семьи, супруг; οἱ τέλειοι Xen. взрослые мужчины;<br /><b class="num">3)</b> безукоризненный, без порока, отборный (αἶγες Hom.; τὰ τέλεα τῶν προβάτων Her.);<br /><b class="num">4)</b> законченный, совершившийся ([[πρᾶγμα]] Aesch.): ξυνευχόμεσθα τέλεα τάδ᾽ εὔγματα [[ἐκγενέσθαι]] Arph. будем просить чтобы осуществились эти мольбы; τέλεον ἀποτετελέσθαι Plat. свершиться, исполниться; τῶν ὅλων τι καὶ τελείων Arst. нечто цельное и законченное;<br /><b class="num">5)</b> окончательный, решительный ([[ψῆφος]] Aesch., Soph.);<br /><b class="num">6)</b> совершенный, лучший, отличный (τελεώτατος καὶ [[ἄριστος]] Plat.): τ. εἴς, πρός и [[κατά]] τι Plat. и ἔν τινι Isocr. достигший совершенства в чем-л.;<br /><b class="num">7)</b> (о богах) непорочный или все осуществляющий, всемогущий ([[Ζεὺς]] τ. Pind.; Ἣρα [[τελεία]] Aesch.);<br /><b class="num">8)</b> заключительный: τ. [[κρατήρ]] Arph. заключительная чаша (третья чаша в честь Зевса-Избавителя, см. [[σωτήρ]] II);<br /><b class="num">9)</b> крайний, высший, тягчайший ([[ἀδικία]] Plat.);<br /><b class="num">10)</b> мат. совершенный: τ. [[ἀριθμός]] Plat. совершенное число (т. е. равное сумме всех своих сомножителей, напр., 28 = 14 + 74 + 2 + 1).
}}
}}