3,276,932
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>τειχιῶ</i>, αόρ. <i>ἐτείχισα</i>, παρακ. <i>τετείχικα</i> ([[τεῖχος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[χτίζω]] [[τείχος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., [[τειχίζω]] [[τεῖχος]], [[οικοδομώ]] [[τείχος]], σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., [[τεῖχος]] ἐτειχίσαντο, έχτισαν γι' αυτούς [[τείχος]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., χτίζομαι, σε Πίνδ.· γʹ ενικ. υπερσ. <i>τετείχιστο</i>, απρόσ., υπήρχαν οικοδομικές κατασκευές, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[περιτειχίζω]] ή [[οχυρώνω]], τὸ [[οὖρος]], στον ίδ.· <i>τὴν πόλιν</i>, σε Θουκ., Δημ. — στη Μέσ., τειχίζεσθαι τὸ [[χωρίον]], σε Θουκ. — Παθ., περικλείομαι από τείχους, στον ίδ.· <i>τὰ τετειχισμένα</i>, τα οχυρωμένα μέρη, στον ίδ. | |lsmtext='''τειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>τειχιῶ</i>, αόρ. <i>ἐτείχισα</i>, παρακ. <i>τετείχικα</i> ([[τεῖχος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[χτίζω]] [[τείχος]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., [[τειχίζω]] [[τεῖχος]], [[οικοδομώ]] [[τείχος]], σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., [[τεῖχος]] ἐτειχίσαντο, έχτισαν γι' αυτούς [[τείχος]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., χτίζομαι, σε Πίνδ.· γʹ ενικ. υπερσ. <i>τετείχιστο</i>, απρόσ., υπήρχαν οικοδομικές κατασκευές, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[περιτειχίζω]] ή [[οχυρώνω]], τὸ [[οὖρος]], στον ίδ.· <i>τὴν πόλιν</i>, σε Θουκ., Δημ. — στη Μέσ., τειχίζεσθαι τὸ [[χωρίον]], σε Θουκ. — Παθ., περικλείομαι από τείχους, στον ίδ.· <i>τὰ τετειχισμένα</i>, τα οχυρωμένα μέρη, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τειχίζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> обносить стенами или валом, окружать укреплениями (τὸ [[οὖρος]] Her.; τὴν πόλιν Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> окружать, укреплять (τείχεσι τὴν χώραν Aeschin.; λίθοις τὴν πόλιν Dem.);<br /><b class="num">3)</b> возводить стены, насыпать вал: τετείχιστο impers. Her. была построена стена;<br /><b class="num">4)</b> (о крепостных сооружениях) строить, возводить ([[τεῖχος]], [[ἔρυμα]] Thuc.): τὰ τετειχισμένα Thuc. крепостные сооружения, укрепления;<br /><b class="num">5)</b> служить оплотом, быть защитой ([[Αἴγυπτος]] τῷ Νείλῳ τετειχισμένη Isocr.): [[ἀσφάλεια]] ὅπλοις τετειχισμένη Dem. безопасность, обеспеченная вооруженными силами. | |||
}} | }} |