Anonymous

τάρβος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τάρβος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φόβος]], [[τρόμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δέος]], [[σεβασμός]], <i>τινός</i>, για κάποιον, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντικείμενο]] φόβου ή τρόμου, [[αιτία]] επαγρύπνησης ή συναγερμού, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''τάρβος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φόβος]], [[τρόμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δέος]], [[σεβασμός]], <i>τινός</i>, για κάποιον, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντικείμενο]] φόβου ή τρόμου, [[αιτία]] επαγρύπνησης ή συναγερμού, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τάρβος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> боязнь, страх, ужас Hom., Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> предмет боязни Soph.;<br /><b class="num">3)</b> священный ужас, благоговение: ἀρχαίῳ περὶ τάρβει Aesch. в силу старинного чувства благоговения;<br /><b class="num">4)</b> предмет благоговейного почтения: τ. πόλει εἶναι Aesch. внушать почтение городу.
}}
}}