Anonymous

τένων: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τένων:''' -οντος, ὁ ([[τείνω]]), εξαιρετικά τεντωμένο [[νεύρο]], [[τένοντας]], σε Όμηρ.· <i>τένοντος ποδός</i>, τεντωμένο [[πόδι]], σε Ευρ.· απόλ., [[πόδι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''τένων:''' -οντος, ὁ ([[τείνω]]), εξαιρετικά τεντωμένο [[νεύρο]], [[τένοντας]], σε Όμηρ.· <i>τένοντος ποδός</i>, τεντωμένο [[πόδι]], σε Ευρ.· απόλ., [[πόδι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τένων:''' οντος ὁ<br /><b class="num">1)</b> сухожилие, жила: τένοντες αὐχένιοι Hom. шейные сухожилия;<br /><b class="num">2)</b> (sc. ποδός) ахиллесово сухожилие, тж. лодыжка, щиколотка: παρὰ τένοντ᾽ [[ἔχει]] [[πέπλος]] Eur. платье спускается до пят; τένοντ᾽ ἐς [[ὀρθόν]] Eur. поднявшись на цыпочки;<br /><b class="num">3)</b> (горный) гребень, хребет ([[Καυκάσιος]] τ. Anth.).
}}
}}