Anonymous

σφάλλω: Difference between revisions

From LSJ
3,066 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφάλλω:''' (√<i>ΣΦΑΛ</i>), μέλ. <i>σφᾰλῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσφηλα</i>, Επικ. <i>σφῆλα</i>· παρακ. <i>ἔσφαλκα</i> — Παθ., μέλ. βʹ <i>σφᾰλήσομαι</i>, Μέσ. τύπο <i>σφᾰλοῦμαι</i>, αόρ. βʹ ἐσφάλην [ᾰ]· παρακ. <i>ἔσφαλμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἔσφαλτο</i>· Λατ. fall-o (με [[απάλειψη]] του <i>σ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να πέσει, [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[καταρρίπτω]], [[ανατρέπω]] ([[συνήθως]] βάζοντας [[τρικλοποδιά]]), [[ανατρέπω]] τον αντίπαλό μου κατά την [[πάλη]], σε Όμηρ., Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· [[σφάλλω]] [[ναῦς]], [[ρίχνω]] το [[καράβι]] στα πλάγια, σε Πλούτ.· [[ἵππος]] σφάλλει τὸν ἀναβάτην, το [[άλογο]] ανατρέπει και ρίχνει [[κάτω]] τον αναβάτη του, σε Ξεν. — Παθ., ανατρέπομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για μεθυσμένο, <i>σφαλλόμενος</i>, αυτός που παραπαίει, που τρεκλίζει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, κάνω κάποιον να πέσει, [[ανατρέπω]], [[νικώ]], σε Ηρόδ., Σοφ., Θουκ. — Παθ., ανατρέπομαι, [[πέφτω]], [[εκλείπω]], αφανίζομαι, καταστρέφομαι, [[μένω]] [[αβοήθητος]], λέγεται γι' αυτούς που εκπίπτουν από την υψηλή τους [[θέση]] και χάνουν τον πλούτο που κατείχαν, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>τόδ' ἐσφάλη</i>, συνέβη αυτό το [[σφάλμα]], σε Σοφ.· οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν [[σοί]], δεν θα υποπέσω σε [[σφάλμα]] σε οτιδήποτε σε αφορά, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[καταστρατηγώ]], [[κατατροπώνω]], [[ανατρέπω]], [[ματαιώνω]], [[βλάπτω]], λυπώ, λέγεται για [[διάψευση]] χρησμού, σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., κάνω [[λάθος]], [[πλανώμαι]], απατώμαι, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το Παθ. επίσης χρησιμοποιείται με γεν. πράγμ., απατώμαι ή [[αποτυγχάνω]] σε [[κάτι]]· ἦ καὶ [[πατήρ]] τι σφάλλεται βουλευμάτων, σε Αισχύλ.· <i>σφάλλεσθαι γάμου</i>, σε Ευρ.· <i>τῆς δόξης</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''σφάλλω:''' (√<i>ΣΦΑΛ</i>), μέλ. <i>σφᾰλῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔσφηλα</i>, Επικ. <i>σφῆλα</i>· παρακ. <i>ἔσφαλκα</i> — Παθ., μέλ. βʹ <i>σφᾰλήσομαι</i>, Μέσ. τύπο <i>σφᾰλοῦμαι</i>, αόρ. βʹ ἐσφάλην [ᾰ]· παρακ. <i>ἔσφαλμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἔσφαλτο</i>· Λατ. fall-o (με [[απάλειψη]] του <i>σ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να πέσει, [[ρίχνω]] [[κάτω]], [[καταρρίπτω]], [[ανατρέπω]] ([[συνήθως]] βάζοντας [[τρικλοποδιά]]), [[ανατρέπω]] τον αντίπαλό μου κατά την [[πάλη]], σε Όμηρ., Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· [[σφάλλω]] [[ναῦς]], [[ρίχνω]] το [[καράβι]] στα πλάγια, σε Πλούτ.· [[ἵππος]] σφάλλει τὸν ἀναβάτην, το [[άλογο]] ανατρέπει και ρίχνει [[κάτω]] τον αναβάτη του, σε Ξεν. — Παθ., ανατρέπομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για μεθυσμένο, <i>σφαλλόμενος</i>, αυτός που παραπαίει, που τρεκλίζει, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, κάνω κάποιον να πέσει, [[ανατρέπω]], [[νικώ]], σε Ηρόδ., Σοφ., Θουκ. — Παθ., ανατρέπομαι, [[πέφτω]], [[εκλείπω]], αφανίζομαι, καταστρέφομαι, [[μένω]] [[αβοήθητος]], λέγεται γι' αυτούς που εκπίπτουν από την υψηλή τους [[θέση]] και χάνουν τον πλούτο που κατείχαν, σε Ηρόδ., Αττ.· <i>τόδ' ἐσφάλη</i>, συνέβη αυτό το [[σφάλμα]], σε Σοφ.· οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν [[σοί]], δεν θα υποπέσω σε [[σφάλμα]] σε οτιδήποτε σε αφορά, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[καταστρατηγώ]], [[κατατροπώνω]], [[ανατρέπω]], [[ματαιώνω]], [[βλάπτω]], λυπώ, λέγεται για [[διάψευση]] χρησμού, σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., κάνω [[λάθος]], [[πλανώμαι]], απατώμαι, σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το Παθ. επίσης χρησιμοποιείται με γεν. πράγμ., απατώμαι ή [[αποτυγχάνω]] σε [[κάτι]]· ἦ καὶ [[πατήρ]] τι σφάλλεται βουλευμάτων, σε Αισχύλ.· <i>σφάλλεσθαι γάμου</i>, σε Ευρ.· <i>τῆς δόξης</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφάλλω:''' (fut. σφᾰλῶ, aor. 1 ἔσφηλα - дор. [[ἔσφαλα|ἔσφᾱλα]], эп. σφῆλα, pf. ἐσφαλκα; fut. med. σφαλοῦμαι; pass.: fut. σφᾰλήσομαι, aor. 2 ἐσφάλην с ᾰ, pf. ἔσφαλμαι)<br /><b class="num">1)</b> валить, сбивать с ног, опрокидывать (τινά Hom., Pind., Eur.; ἐπὶ τὴν γῆν Diod.): σ. [[γόνυ]] τινός Eur. сбивать с ног кого-л.; σ. τὸν ἀναβάτην Xen. (о лошади) сбрасывать седока; σφαλεὶς εἰς τὴν γῆν Plat. упавший на землю;<br /><b class="num">2)</b> досл. делать шатким, колебать, качать, перен. расслаблять: σώματα καὶ γνώμας σ. Xen. (о вине) расслаблять физически и душевно; σφαλλόμενος προσέρχεται Arph. он, пошатываясь, подходит;<br /><b class="num">3)</b> принижать, смирять (σφάλλουσιν ἀνθρώπους θεοί Eur.);<br /><b class="num">4)</b> рушить, ломать, сносить, подвергать разгрому, губить, разрушать (τὰς, πόλεις Thuc.; δόμους Eur.): σ. δίκαν Eur. ломать законы правосудия; ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σφάλλουσι Her. общение с дурными людьми доводит до гибели; ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Thuc. становиться жертвой несчастных случайностей; σφάλλεσθαί τινι Thuc., Polyb., ἔν τινι Her., Xen., Plat., περί τι Plat., περί τινος Plut. и τι Plat. терпеть неудачу в чем-л.; ὑπὸ νόσων ἐσφαλμένος Plat. одержимый болезнями; ἤν τι σφαλλώμεθα Thuc. если нас постигнет какая-л. неудача; ἐσφαλμένος Eur. падший, несчастный;<br /><b class="num">5)</b> отнимать, лишать (ἀπ᾽ ἐλπίδος σ. Luc.): σφάλλεσθαι τοῦ παντός Plut. лишаться всего;<br /><b class="num">6)</b> вводить в заблуждение, обманывать (τινά Her., Soph., Xen., Plat.): ἐν τοῖς δικασταῖς, [[κοὐκ]] [[ἐμοί]], τόδ᾽ ἐσφάλη Soph. это была ошибка (вина) судей, а не моя; [[μῶν]] ἐσφάλμεθα; (pl. = sing.) Eur. не ошибся ли я?; σφάλλεσθαί τινος Thuc., Plat., Luc., τινι Thuc., τι или περί τι Plat., [[κατά]] τι Her., Eur., ἔν τινι Her., Plat. и περί τινος Plut. ошибаться (заблуждаться, делать промах) в чем-л.; ἐὰν ἀποκρινάμενος σφάλληται Plat. если он дает ошибочный ответ.
}}
}}