Anonymous

ταυρόκερως: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.
|lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταυρόκερως:''' ωτος adj. с бычачьими рогами ([[θεός]] Eur.).
}}
}}