3,276,901
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ. | |lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ταυρόκερως:''' ωτος adj. с бычачьими рогами ([[θεός]] Eur.). | |||
}} | }} |