Anonymous

τέρμα: Difference between revisions

From LSJ
1,316 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέρμα:''' -ατος, τό, [[τέλος]], όριο, Λατ. [[terminus]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σημείο]], [[άκρο]] γύρω από το οποίο έπρεπε τα άρματα να στρίβουν στους αγώνες, Λατ. [[meta]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δρόμου τέρματα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[σημάδι]] που τοποθετούνταν για να [[δείξει]] πόσο [[μακριά]] είχε ριφθεί ο [[δίσκος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[τέλος]], [[αποτέλεσμα]], [[γεγονός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[τέλος]], όριο, στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., [[σύνορα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τέλος]], πρὸς [[τέρμα]] [[εἶναι]], ἐπὶ τέρμ' [[ἀφικέσθαι]], έχοντας φτάσει στο όριο, έχοντας συναντήσει το [[τέρμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[τέρμα]] βίου, [[τέλος]] ζωής, [[θάνατος]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· <i>ἐπὶ τέρματι</i>, στο [[τέλος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> η [[άκρη]] ή το ψηλότερο [[σημείο]], <i>κακῶν</i>, σε Ευρ.· <i>πρὸς τέρμασιν ὥρας</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> περιφραστ., [[τέρμα]] ὑγιείας = ὑγιεία, σε Αισχύλ.· [[τέρμα]] τῆς σωτηρίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> ύψιστη [[εξουσία]], [[ηγεμονία]], [[τέρμα]] Κορίνθου ἔχειν, είμαι [[βασιλιάς]] της Κορίνθου, σε Σιμων.· <i>θεοὶἁπάντων τέρμ' ἔχοντες</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''τέρμα:''' -ατος, τό, [[τέλος]], όριο, Λατ. [[terminus]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σημείο]], [[άκρο]] γύρω από το οποίο έπρεπε τα άρματα να στρίβουν στους αγώνες, Λατ. [[meta]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δρόμου τέρματα</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> το [[σημάδι]] που τοποθετούνταν για να [[δείξει]] πόσο [[μακριά]] είχε ριφθεί ο [[δίσκος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[τέλος]], [[αποτέλεσμα]], [[γεγονός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[τέλος]], όριο, στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., [[σύνορα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τέλος]], πρὸς [[τέρμα]] [[εἶναι]], ἐπὶ τέρμ' [[ἀφικέσθαι]], έχοντας φτάσει στο όριο, έχοντας συναντήσει το [[τέρμα]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[τέρμα]] βίου, [[τέλος]] ζωής, [[θάνατος]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· <i>ἐπὶ τέρματι</i>, στο [[τέλος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> η [[άκρη]] ή το ψηλότερο [[σημείο]], <i>κακῶν</i>, σε Ευρ.· <i>πρὸς τέρμασιν ὥρας</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> περιφραστ., [[τέρμα]] ὑγιείας = ὑγιεία, σε Αισχύλ.· [[τέρμα]] τῆς σωτηρίας, σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> ύψιστη [[εξουσία]], [[ηγεμονία]], [[τέρμα]] Κορίνθου ἔχειν, είμαι [[βασιλιάς]] της Κορίνθου, σε Σιμων.· <i>θεοὶἁπάντων τέρμ' ἔχοντες</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τέρμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> (на ристалищах) конечный столб, мета Hom., Pind., Soph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> отметка, знак Hom.;<br /><b class="num">3)</b> исход, результат: τ. δ᾽ ἀμηχανῶ Aesch. недоумеваю, каков будет исход;<br /><b class="num">4)</b> конец, край, предел (τὰ τέρματα τῆς Εὐρώπης Her.): τ. θανάτου Eur. смертный конец; τ. τοῦ βίου Soph. жизненный предел, кончина; [[γήρως]] ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν Eur. в самой глубокой старости; τέρματα ὥρας Arph. конец юности;<br /><b class="num">5)</b> высшая степень, верх: τ. ὑγιείας Aesch. цветущее здоровье;<br /><b class="num">6)</b> осуществление, исполнение: τ. τῆς σωτηρίας Soph. оказание помощи; ἀγχόνης τέρματα Aesch. повешение;<br /><b class="num">7)</b> верховенство, высшая власть (ἁπάντων τ. ἔχειν Aesch.);<br /><b class="num">8)</b> награда, приз (τ. ἀέθλων Pind.).
}}
}}