Anonymous

τεθαρρηκότως: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεθαρρηκότως:''' επίρρ. του [[θαρρέω]], τολμηρά, με [[θάρρος]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''τεθαρρηκότως:''' επίρρ. του [[θαρρέω]], τολμηρά, με [[θάρρος]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεθαρρηκότως:''' [от part. pf. к [[θαρρέω]] уверенно, смело, решительно Polyb.
}}
}}