Anonymous

τευκτικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τευκτικός:''' -ή, -όν ([[τυγχάνω]]), [[ικανός]] να επιτύχει, <i>τινός</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''τευκτικός:''' -ή, -όν ([[τυγχάνω]]), [[ικανός]] να επιτύχει, <i>τινός</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''τευκτικός:''' способный достичь или обрести (τοῦ ἀγαθοῦ Arst.).
}}
}}