3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τελεσσίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), ποιητ. αντί [[τελεσίφρων]], αυτός που εκτελεί τη θέλησή του, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''τελεσσίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), ποιητ. αντί [[τελεσίφρων]], αυτός που εκτελεί τη θέλησή του, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τελεσσίφρων:''' ονος adj. осуществляющий свои намерения или планы, умеющий добиться своего ([[μῆνις]] Aesch.). | |||
}} | }} |