Anonymous

τετρίγει: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του [[τρίζω]]· τετρῑγῶς, <i>-υῖα</i>, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί <i>τετριγότας</i>, αιτ. πληθ.
|lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του [[τρίζω]]· τετρῑγῶς, <i>-υῖα</i>, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί <i>τετριγότας</i>, αιτ. πληθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρίγει:''' эп. 3 л. sing. ppf. к [[τρίζω]].
}}
}}