Anonymous

τιμήεις: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῑμήεις:''' -εσσα, -εν, συνηρ. [[τιμῇς]], αιτ. [[τιμῆντα]]· Δωρ. [[τιμάεις]]·<br /><b class="num">1.</b> τιμημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[μεγάλη]] [[υπόληψη]] από τους ανθρώπους, σε Όμηρ.· συγκρ. <i>τιμηέστερος</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[βαρύτιμος]], [[πολύτιμος]], σε Όμηρ.· υπερθ. <i>τιμηέστατος</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''τῑμήεις:''' -εσσα, -εν, συνηρ. [[τιμῇς]], αιτ. [[τιμῆντα]]· Δωρ. [[τιμάεις]]·<br /><b class="num">1.</b> τιμημένος, αυτός που βρίσκεται σε [[μεγάλη]] [[υπόληψη]] από τους ανθρώπους, σε Όμηρ.· συγκρ. <i>τιμηέστερος</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[βαρύτιμος]], [[πολύτιμος]], σε Όμηρ.· υπερθ. <i>τιμηέστατος</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῑμήεις:''' ήεσσα, ῆεν, стяж. [[τιμῇς]], дор. [[τιμάεις|τῑμάεις]] (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> почитаемый, уважаемый (τινί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> высоко ценимый, (драго)ценный ([[δῶρον]] Hom.).
}}
}}