3,277,114
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τοιχωρῠχέω:''' μέλ. <i>τοιχωρυχήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκάβω]] τον τοίχο ως [[κλέφτης]], είμαι [[διαρρήκτης]] σπιτιού, [[κλέφτης]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οἷα]] ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ [[δάνειον]], ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το [[δάνειο]], σε Δημ. | |lsmtext='''τοιχωρῠχέω:''' μέλ. <i>τοιχωρυχήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκάβω]] τον τοίχο ως [[κλέφτης]], είμαι [[διαρρήκτης]] σπιτιού, [[κλέφτης]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οἷα]] ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ [[δάνειον]], ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το [[δάνειο]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοιχωρῠχέω:''' <b class="num">1)</b> (тж. τ. τοῖχον Arst.) ломать стену, совершать кражу со взломом Arph., Xen., Plat., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> мошенничать, плутовать (περί τι Dem.). | |||
}} | }} |