Anonymous

τομή: Difference between revisions

From LSJ
2,351 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τομή:''' ἡ ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">I.</b> το [[τμήμα]] που απομένει [[μετά]] το [[κόψιμο]], [[κούτσουρο]] δέντρου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δοκοῦτομή</i>, [[άκρη]] δοκαριού, σε Θουκ.· <i>λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι</i>, πέτρες κομμένες τετράγωνες, στον ίδ.· ομοίως, τομῇ προσθεῖσα [[βόστρυχον]], έχοντας προσαρμόσει τη [[μπούκλα]] στο [[μέρος]] από το οποίο κόπηκε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κόψιμο]], [[πελέκημα]], [[σχίσιμο]], <i>ἐν τομᾷ σιδήρου</i>, δια του χτυπήματος του σιδήρου, σε Σοφ.· <i>φασγάνου τομαί</i>, σε Ευρ.· ως [[χειρουργική]] [[εγχείρηση]], τομῇ [[χρῆσθαι]], σε Πλάτ.· διὰ καύσεών τε καὶ [[τομῶν]], δια καυτηριασμού και εντομών, στον ίδ.
|lsmtext='''τομή:''' ἡ ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">I.</b> το [[τμήμα]] που απομένει [[μετά]] το [[κόψιμο]], [[κούτσουρο]] δέντρου, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δοκοῦτομή</i>, [[άκρη]] δοκαριού, σε Θουκ.· <i>λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι</i>, πέτρες κομμένες τετράγωνες, στον ίδ.· ομοίως, τομῇ προσθεῖσα [[βόστρυχον]], έχοντας προσαρμόσει τη [[μπούκλα]] στο [[μέρος]] από το οποίο κόπηκε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κόψιμο]], [[πελέκημα]], [[σχίσιμο]], <i>ἐν τομᾷ σιδήρου</i>, δια του χτυπήματος του σιδήρου, σε Σοφ.· <i>φασγάνου τομαί</i>, σε Ευρ.· ως [[χειρουργική]] [[εγχείρηση]], τομῇ [[χρῆσθαι]], σε Πλάτ.· διὰ καύσεών τε καὶ [[τομῶν]], δια καυτηριασμού και εντομών, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τομή:''' дор. [[τομά]] (ᾱ) ἡ [[τέμνω]]<br /><b class="num">1)</b> отрезок, пень Hom., Soph.;<br /><b class="num">2)</b> (отрезанный) конец, край: δοκοὺς ἀρτήσαντες ἁλύσεσι ἀπὸ τῆς τομῆς [[ἑκατέρωθεν]] Thuc. подвесив балки цепями, (укрепленными) на обоих концах;<br /><b class="num">3)</b> место отреза Plat., Arst.: τομῇ προσθεῖναί τι Aesch. приложить что-л. к месту отреза;<br /><b class="num">4)</b> разрез(ание), рассечение, отсечение, отрубание, тж. мед. операция: καύσει ἢ τομῇ [[χρῆσθαι]] Plat. прибегать к прижиганию или к хирургической операции; τ. ξύλου Soph. распиливание дерева; σκυτῶν τ. Plat. кройка кож, т. е. сапожное дело; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι Thuc. пригнанные друг к другу под (прямым) углом камни;<br /><b class="num">5)</b> удар или рана (σιδάρου Soph.; πελέκεως Eur.);<br /><b class="num">6)</b> кастрация Luc.;<br /><b class="num">7)</b> мат. сечение; (sc. κώνου) коническое сечение Arst.;<br /><b class="num">8)</b> (на теле насекомого) втяжка, перетяжка Arst.;<br /><b class="num">9)</b> разделение, раскол: δεδεγμένη τομὴν [[πόλις]] Plut. подвергшееся распадению государство; βαθυτάτην τομὴν τέμνειν Plut. вносить глубочайший раскол;<br /><b class="num">10)</b> мат. деление (ἀριθμοῦ Plat.);<br /><b class="num">11)</b> лог. деление, (рас)членение Arst.: τομὴν ἔχειν ἔν τινι Plat. проводить разграничение в чем-л.;<br /><b class="num">12)</b> хирургический нож, скальпель ([[σιδηρόχαλκος]] τ. Luc.);<br /><b class="num">13)</b> стих. цезура;<br /><b class="num">14)</b> прорытие (sc. τοῦ Ἰσθμοῦ Luc.).
}}
}}