Anonymous

τμητός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τμητός:''' -ή, -όν ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">1.</b> κομμένος, διαμορφωμένος με [[τομή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που μπορεί [[κάποιος]] να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τμητός:''' -ή, -όν ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">1.</b> κομμένος, διαμορφωμένος με [[τομή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που μπορεί [[κάποιος]] να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τμητός:''' дор. [[τματός|τμᾱτός]] 3 [adj. verb. к [[τέμνω]]<br /><b class="num">1)</b> вырезной, кроеный (ἱμᾶντες Soph., Eur.);<br /><b class="num">2)</b> разрезаемый, делимый, дробимый (εἰς [[ἄπειρον]] Plut.): οὐ σιδήρῳ τ. Theocr. неуязвимый для меча.
}}
}}