Anonymous

τορέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τορέω:''' μέλ. <i>τορήσω</i>, μτχ. αόρ. <i>τορήσας</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτορον</i> ([[τόρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[διακηρύττω]] με [[οξεία]] και διαπεραστική [[φωνή]], σε αναδιπλ. μέλ. [[τετορήσω]], σε Αριστοφ.· πρβλ. [[τορός]].<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[τορνεύω]], [[εργάζομαι]], [[σχηματίζω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τορέω:''' μέλ. <i>τορήσω</i>, μτχ. αόρ. <i>τορήσας</i>, αόρ. βʹ <i>ἔτορον</i> ([[τόρος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[διακηρύττω]] με [[οξεία]] και διαπεραστική [[φωνή]], σε αναδιπλ. μέλ. [[τετορήσω]], σε Αριστοφ.· πρβλ. [[τορός]].<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[τορνεύω]], [[εργάζομαι]], [[σχηματίζω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τορέω:''' (только aor. 1 ἐτόρησα, aor. 2 ἔτορον и fut. 3 [[τετορήσω]])<br /><b class="num">1)</b> пробивать (ζωστῆρα Hom.; αἰῶνας HH);<br /><b class="num">2)</b> вырезывать (из тростника) (χείλεα Anth.);<br /><b class="num">3)</b> отчетливо объявлять (τι Arph.).
}}
}}