Anonymous

τηλίκος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηλίκος:''' [ῐ], -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[τόσος]] στην [[ηλικία]], τόσο [[νέος]] ή τόσο ηλικιωμένος, συσχ. του [[ἡλίκος]], σε Όμηρ.· με απαρ., <i>οὐ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν τηλίκοις</i>, δεν είμαι τόσο [[νέος]], ώστε να [[μένω]] [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> τόσο [[μεγάλος]], Λατ. [[tantus]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τηλίκος:''' [ῐ], -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[τόσος]] στην [[ηλικία]], τόσο [[νέος]] ή τόσο ηλικιωμένος, συσχ. του [[ἡλίκος]], σε Όμηρ.· με απαρ., <i>οὐ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν τηλίκοις</i>, δεν είμαι τόσο [[νέος]], ώστε να [[μένω]] [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> τόσο [[μεγάλος]], Λατ. [[tantus]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηλίκος:''' (ῐ)<br /><b class="num">1)</b> в таком возрасте, стольких лет от роду: [[μνῆσαι]] πατρὸς [[σοῖο]], τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]] Hom. вспомни о своем отце, таком же старике, как и я;<br /><b class="num">2)</b> столь большой или сильный (τὸ [[φρύαγμα]] τὸ τηλίκον Anth.).
}}
}}