Anonymous

τραχυντικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(41)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τραχυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τραχύνω]]<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] τραχύ.
|mltxt=-ή, -ό / [[τραχυντικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τραχύνω]]<br />αυτός που καθιστά [[κάτι]] τραχύ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾱχυντικός:''' раздражающий, возбуждающий (sc. [[οἶνος]] Arst.).
}}
}}