Anonymous

τριακόντορος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριᾱκόντορος:''' (ενν. [[ναῦς]]), ἡ, [[πλοίο]] που έχει [[τριάντα]] [[κουπιά]], σε Θουκ., Ξεν.· στον Ηρόδ. συναντάται ως τριηκόντερος.
|lsmtext='''τριᾱκόντορος:''' (ενν. [[ναῦς]]), ἡ, [[πλοίο]] που έχει [[τριάντα]] [[κουπιά]], σε Θουκ., Ξεν.· στον Ηρόδ. συναντάται ως τριηκόντερος.
}}
{{elru
|elrutext='''τριᾱκόντορος:''' ион. τριηκόντερος ἡ (sc. [[ναῦς]]) тридцативесельный корабль Her., Thuc., Xen., Plat., Dem. etc.
}}
}}