Anonymous

τράχηλος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τράχηλος:''' [ᾰ], ὁ, [[λαιμός]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''τράχηλος:''' [ᾰ], ὁ, [[λαιμός]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''τράχηλος:''' (ᾱ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> шея Her., Eur., Plat. etc.: ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων погов. Dem. с петлей на шее;<br /><b class="num">2)</b> шейка (τῆς σικύας Arst.; τῆς καρδίας Plut.).
}}
}}