Anonymous

τροπόω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροπόω:''' μέλ. <i>τροπώσω</i>, ([[τροπός]]) [[εφοδιάζω]] το [[κουπί]] με [[τροπωτήρα]] — Μέσ., <i>τροποῦτο κώπηνἀμφὶ σκαλμόν</i>, προσέδεσε το [[κουπί]] στο σκαλμό με τον [[τροπωτήρα]], σε Αισχύλ. — Παθ., λέγεται για το [[κουπί]], είμαι εφοδιασμένος με [[τροπωτήρα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τροπόω:''' μέλ. <i>τροπώσω</i>, ([[τροπός]]) [[εφοδιάζω]] το [[κουπί]] με [[τροπωτήρα]] — Μέσ., <i>τροποῦτο κώπηνἀμφὶ σκαλμόν</i>, προσέδεσε το [[κουπί]] στο σκαλμό με τον [[τροπωτήρα]], σε Αισχύλ. — Παθ., λέγεται για το [[κουπί]], είμαι εφοδιασμένος με [[τροπωτήρα]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τροπόω:''' тж. med. укреплять ремнем в уключине: τροποῦσθαι κώπην ἀμφὶ σκαλμόν Aesch. привязывать рукояти своих весел к колкам (бортов); τῶν κωπῶν ἑκάστη τετρόπωται Luc. каждое весло было (уже) укреплено, т. е. корабль был готов к отплытию.
}}
}}