Anonymous

τρυπάω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῡπάω:''' μέλ. <i>τρυπήσω</i>, Παθ., παρακ. <i>τετρύπημαι</i> ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, η [[ψήφος]] της καταδίκης που είχε μια [[τρύπα]] στη [[μέση]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρυπάω]] τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, [[περνάω]] τη [[βελόνα]] μέσα από το [[πόδι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τρῡπάω:''' μέλ. <i>τρυπήσω</i>, Παθ., παρακ. <i>τετρύπημαι</i> ([[τρύω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[τρυπώ]], [[διατρυπώ]], σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· [[ψῆφος]] τετρυπημένη, η [[ψήφος]] της καταδίκης που είχε μια [[τρύπα]] στη [[μέση]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[τρυπάω]] τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, [[περνάω]] τη [[βελόνα]] μέσα από το [[πόδι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῡπάω:''' <b class="num">1)</b> буравить, сверлить, просверливать ([[δόρυ]] τρυπάνῳ Hom.): τὰ [[ὦτα]] τετρυπημένος Xen. с проколотыми ушами; [[ψῆφος]] τετρυπημένη Aeschin., Arst. просверленный камешек (который подавался членом суда, высказывавшимся за осуждение обвиняемого); [[πόνος]] μοι (v. l. με) τρυπᾷ τὸν [[πόδα]] Luc. боль сверлит мне ногу;<br /><b class="num">2)</b> Theocr. = [[βινέω]].
}}
}}