Anonymous

τριγέρων: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐγέρων:''' -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή [[παλιός]], [[τριγέρων]] [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ, [[παμπάλαιος]] [[μύθος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τρῐγέρων:''' -οντος, ὁ, ἡ, τριπλάσια ηλικιωμένος ή [[παλιός]], [[τριγέρων]] [[μῦθος]] [[τάδε]] φωνεῖ, [[παμπάλαιος]] [[μύθος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐγέρων:''' οντος adj. трижды, т. е. весьма старый, древний ([[μῦθος]] Aesch.; [[Νέστωρ]] Anth.).
}}
}}