3,277,286
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τύμβος:''' ὁ, ΙI. 1. ο [[τόπος]] όπου έθαβαν το [[σώμα]] του νεκρού και το [[χώμα]] που έριχναν πάνω του σχηματίζοντας λόφο, Λατ. [[tumulus]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[τάφος]], σε Αισχύλ.· [[ὥσπερ]] ἀπὸ τύμβου [[πεσών]], σαν [[κάποιος]] γέρος από τάφο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης, [[επιτάφιος]] [[λίθος]] που φέρει την [[εικόνα]] του νεκρού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''τύμβος:''' ὁ, ΙI. 1. ο [[τόπος]] όπου έθαβαν το [[σώμα]] του νεκρού και το [[χώμα]] που έριχναν πάνω του σχηματίζοντας λόφο, Λατ. [[tumulus]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[τάφος]], σε Αισχύλ.· [[ὥσπερ]] ἀπὸ τύμβου [[πεσών]], σαν [[κάποιος]] γέρος από τάφο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης, [[επιτάφιος]] [[λίθος]] που φέρει την [[εικόνα]] του νεκρού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ηλικιωμένο άνθρωπο, σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τύμβος:''' <b class="num">I</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> могильный курган Hom., Her., Trag.;<br /><b class="num">2)</b> могила Pind., Aesch.;<br /><b class="num">3)</b> могильный камень, надгробная плита (τ. [[ξεστός]] Eur.);<br /><b class="num">4)</b> презр. дохлятина Arph.<br /><b class="num">II</b> adj. m близкий к могиле, дряхлый ([[γέρων]] Eur.). | |||
}} | }} |