Anonymous

ὕδωρ: Difference between revisions

From LSJ
1,903 bytes added ,  1 January 2019
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕδωρ:''' [ῠ], τό, γεν. [[ὕδατος]] (<i>ῡ</i> Επικ.), δοτ. <i>ὕδατι</i>, Επικ. επίσης [[ὕδει]] (όπως αν προερχόταν από το [[ὕδος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[νερό]], [[κάθε]] είδους, [[αλλά]] σε Όμηρ. [[σπανίως]] λέγεται για το θαλασσινό (το οποίο αποκαλείται ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]])· επίσης σε πληθ., <i>ὕδατ' ἀενάοντα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὕδατα Καφίσια</i>, τα νερά του Κηφισού, σε Πίνδ.· [[ὕδωρ]] κατὰ χειρός, λέγεται για [[πλύσιμο]] χεριών, σε Αριστοφ.· [[ὕδωρ]] ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σε Όμηρ.· παροιμ., γράφειν τι εἰς [[ὕδωρ]], λέγεται για ο,τιδήποτε αναξιόπιστο, σε Σοφ.· <i>ἐν ὕδατι γράφειν</i>, σε Πλάτ.· [[ὅταν]] τὸ [[ὕδωρ]] πνίγῃ, τί [[δεῖ]] ἐπιπίνειν; εάν το [[νερό]] σε πνίγει, τι περισσότερο μπορεί να γίνει; λέγεται για [[κατάσταση]] που δεν επιδέχεται βελτίωσης, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> βρόχινο [[νερό]], [[βροχή]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· πιο συγκεκριμένα, [[ὕδωρ]] ἐξ οὐρανοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· [[Ζεὺς]] [[ὕδωρ]] ὕει, ὁ θεὸς [[ὕδωρ]] ποιεῖ, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται στην [[φράση]] <i>ἐν ὕδατι βρέχεσθαι</i>, σε Ηρόδ., βλ. [[βρέχω]].<br /><b class="num">4.</b> σε Αττ. δικανική [[φράση]], τὸ [[ὕδωρ]] ήταν το [[νερό]] της κλεψύδρας ([[κλεψύδρα]]), σε Δημ.· <i>ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι</i>, ἐπὶ τοῦ [[ἐμοῦ]] [[ὕδατος]], στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μου επιτρέπεται, στον ίδ.· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ [[ὕδωρ]] [[εἰπεῖν]], δεν μπορεί [[κάποιος]] να τα πει (όλα) με [[μία]] [[λέξη]], μ' έναν λόγο, στον ίδ.· ἐπίλαβε τὸ [[ὕδωρ]], σταμάτα την ροή του νερού στην [[κλεψύδρα]] ([[κάτι]] που συνέβαινε όταν ο [[λόγος]] διακόπτονταν από την [[κλήση]] μαρτύρων ή από την [[ανάγνωση]] νόμων ή ψηφισμάτων), στον ίδ.· ἀποδιδόναι τινὶ τὸ [[ὕδωρ]], του δίνεται η [[σειρά]] να μιλήσει, σε Αισχίν.
|lsmtext='''ὕδωρ:''' [ῠ], τό, γεν. [[ὕδατος]] (<i>ῡ</i> Επικ.), δοτ. <i>ὕδατι</i>, Επικ. επίσης [[ὕδει]] (όπως αν προερχόταν από το [[ὕδος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[νερό]], [[κάθε]] είδους, [[αλλά]] σε Όμηρ. [[σπανίως]] λέγεται για το θαλασσινό (το οποίο αποκαλείται ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]])· επίσης σε πληθ., <i>ὕδατ' ἀενάοντα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὕδατα Καφίσια</i>, τα νερά του Κηφισού, σε Πίνδ.· [[ὕδωρ]] κατὰ χειρός, λέγεται για [[πλύσιμο]] χεριών, σε Αριστοφ.· [[ὕδωρ]] ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σε Όμηρ.· παροιμ., γράφειν τι εἰς [[ὕδωρ]], λέγεται για ο,τιδήποτε αναξιόπιστο, σε Σοφ.· <i>ἐν ὕδατι γράφειν</i>, σε Πλάτ.· [[ὅταν]] τὸ [[ὕδωρ]] πνίγῃ, τί [[δεῖ]] ἐπιπίνειν; εάν το [[νερό]] σε πνίγει, τι περισσότερο μπορεί να γίνει; λέγεται για [[κατάσταση]] που δεν επιδέχεται βελτίωσης, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> βρόχινο [[νερό]], [[βροχή]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· πιο συγκεκριμένα, [[ὕδωρ]] ἐξ οὐρανοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· [[Ζεὺς]] [[ὕδωρ]] ὕει, ὁ θεὸς [[ὕδωρ]] ποιεῖ, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται στην [[φράση]] <i>ἐν ὕδατι βρέχεσθαι</i>, σε Ηρόδ., βλ. [[βρέχω]].<br /><b class="num">4.</b> σε Αττ. δικανική [[φράση]], τὸ [[ὕδωρ]] ήταν το [[νερό]] της κλεψύδρας ([[κλεψύδρα]]), σε Δημ.· <i>ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι</i>, ἐπὶ τοῦ [[ἐμοῦ]] [[ὕδατος]], στο [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μου επιτρέπεται, στον ίδ.· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ [[ὕδωρ]] [[εἰπεῖν]], δεν μπορεί [[κάποιος]] να τα πει (όλα) με [[μία]] [[λέξη]], μ' έναν λόγο, στον ίδ.· ἐπίλαβε τὸ [[ὕδωρ]], σταμάτα την ροή του νερού στην [[κλεψύδρα]] ([[κάτι]] που συνέβαινε όταν ο [[λόγος]] διακόπτονταν από την [[κλήση]] μαρτύρων ή από την [[ανάγνωση]] νόμων ή ψηφισμάτων), στον ίδ.· ἀποδιδόναι τινὶ τὸ [[ὕδωρ]], του δίνεται η [[σειρά]] να μιλήσει, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕδωρ:''' [[ὕδατος|ὕδᾰτος]] τό (ῠ; но иногда ῡ in [[arsi]], реже in thesi)<br /><b class="num">1)</b> вода ([[οἶνον]] καὶ ὕ. μίσγειν Hom.): ὕδατα Καφίσια Pind. воды Кефиса; ὕ. κατὰ χειρός Arph. вода для (омовения) рук; ὕ. πίνειν пить воду, перен. Arph., Dem. быть вялым, пресным или бесталанным человеком; γῆν καὶ ὕ. αἰτεῖν ([[διδόναι]]) Her. требовать земли и воды (давать землю и воду) (символ капитуляции); ἐν ὕδατι, εἰς ὕ. и καθ᾽ [[ὕδατος]] γράφειν погов. Plat., Men., Luc. писать (вилами) по воде (о бесплодных усилиях);<br /><b class="num">2)</b> дождевая вода, дождь (ὕ. ἐξ οὐρανοῦ Thuc.; τὰ ἐκ Διὸς ὕδατα Plat.): τὸ ὕ. τὸ [[γενόμενον]] τῆς νυκτός Thuc. выпавший ночью дождь;<br /><b class="num">3)</b> напиток: ὕδατά τε καὶ οἱ ἄλλοι σῖτοι Plat. напитки, а также разные яства;<br /><b class="num">4)</b> вода в водяных часах ([[κλεψύδρα]]), т. е. время, предоставляемое оратору на суде, регламент: ἀποδιδόναι или ἐγχεῖν τινι τὸ ὕ. Dem. предоставить кому-л. слово; ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι и ἐπὶ τοῦ [[ἐμοῦ]] [[ὕδατος]] Dem. в течение предоставленного мне (для речи) времени; πρὸς ὕ. σμικρόν Plat. насколько позволяет (позволило) небольшое время.
}}
}}