Anonymous

ὑλοτόμος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑλοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υλοτόμος]] ή [[ξυλοκόπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ. [[ὑλοτόμος]], <i>ὁ</i>, [[ξυλοκόπος]], [[δασοφύλακας]], στο ίδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ. ὑλότομος, -ον, Παθ., αυτός που κόπηκε στο [[δάσος]]· <i>τὸ ὑλότομον</i>, [[φυτό]] που χρησιμοποιούνταν ως [[θέλγητρο]], [[φυλαχτό]], [[γούρι]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ὑλοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[υλοτόμος]] ή [[ξυλοκόπος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ. [[ὑλοτόμος]], <i>ὁ</i>, [[ξυλοκόπος]], [[δασοφύλακας]], στο ίδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ. ὑλότομος, -ον, Παθ., αυτός που κόπηκε στο [[δάσος]]· <i>τὸ ὑλότομον</i>, [[φυτό]] που χρησιμοποιούνταν ως [[θέλγητρο]], [[φυλαχτό]], [[γούρι]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλοτόμος:''' <b class="num">I</b> дор. [[ὑλατόμος|ὑλᾱτόμος]] 2 (ῡ) лесорубный ([[πέλεκυς]] Hom.).<br /><b class="num">II</b> ὁ дровосек, лесоруб Hom., Hes., Soph., Diod., Plut.
}}
}}