Anonymous

ὑπεκπροθέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπροθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] από [[κάτω]] προς τα [[εμπρός]], [[ξεπερνώ]] κάποιον, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ὑπεκπροθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]], [[τρέχω]] από [[κάτω]] προς τα [[εμπρός]], [[ξεπερνώ]] κάποιον, [[αφήνω]] [[πίσω]] μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., [[προπορεύομαι]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπροθέω:''' выбегать вперед (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший.
}}
}}