Anonymous

ὑπεκπροφεύγω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπροφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έφῠγον</i>· [[διαφεύγω]] [[κρυφά]], [[δραπετεύω]] και τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ὑπεκπροφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έφῠγον</i>· [[διαφεύγω]] [[κρυφά]], [[δραπετεύω]] και τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκπροφεύγω:''' <b class="num">1)</b> тайно убегать (ὑπεκπροφυγὼν ἵκετο [[δῶμα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> избегать, ускользать (τὴν Χάρυβδιν Hom.; κακότητα Hes.).
}}
}}