Anonymous

ὑπανοίγω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπανοίγω:''' ή -γνυμι, μέλ. <i>-ξω</i>, παρακ. <i>ὑπανέῳγα</i>, [[ανοίγω]] από [[κάτω]], [[ανοίγω]] [[λαθραία]] ή [[κρυφά]], σε Δημ.
|lsmtext='''ὑπανοίγω:''' ή -γνυμι, μέλ. <i>-ξω</i>, παρακ. <i>ὑπανέῳγα</i>, [[ανοίγω]] από [[κάτω]], [[ανοίγω]] [[λαθραία]] ή [[κρυφά]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπᾰνοίγω:''' и [[ὑπανοίγνυμι|ὑπᾰνοίγνῡμι]] (pf. ὑπανέῳγα) тайком открывать (γράμματα Dem.); осторожно отпирать (τὸ [[δωμάτιον]] Luc.).
}}
}}