Anonymous

ὑπεκχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αποσύρομαι ή απομακρύνομαι [[αργά]] ή [[απαρατήρητος]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., αποσύρομαι, [[αποχωρώ]] και [[παραδίδω]], [[εκχωρώ]] τη [[θέση]] μου σε κάποιον [[άλλο]], σε Πλάτ.· [[ὑπεκχωρέω]] τῷ θανάτῳ, [[δίνω]] [[τόπο]] στον θάνατο, δηλ. [[ξεφεύγω]] απ' αυτόν, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπεκχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αποσύρομαι ή απομακρύνομαι [[αργά]] ή [[απαρατήρητος]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., αποσύρομαι, [[αποχωρώ]] και [[παραδίδω]], [[εκχωρώ]] τη [[θέση]] μου σε κάποιον [[άλλο]], σε Πλάτ.· [[ὑπεκχωρέω]] τῷ θανάτῳ, [[δίνω]] [[τόπο]] στον θάνατο, δηλ. [[ξεφεύγω]] απ' αυτόν, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκχωρέω:''' уходить, отступать Her., Plut.: οἱ ὑπεκχωροῦντες τοῦ βίου Plat. уходящие из жизни, умирающие; ὑ. τινι Plat. отступать перед кем(чем)-л., уступать место кому(чему)-л., тж. уходить от кого(чего)-л.
}}
}}