3,274,216
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεκχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αποσύρομαι ή απομακρύνομαι [[αργά]] ή [[απαρατήρητος]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., αποσύρομαι, [[αποχωρώ]] και [[παραδίδω]], [[εκχωρώ]] τη [[θέση]] μου σε κάποιον [[άλλο]], σε Πλάτ.· [[ὑπεκχωρέω]] τῷ θανάτῳ, [[δίνω]] [[τόπο]] στον θάνατο, δηλ. [[ξεφεύγω]] απ' αυτόν, στον ίδ. | |lsmtext='''ὑπεκχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αποσύρομαι ή απομακρύνομαι [[αργά]] ή [[απαρατήρητος]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., αποσύρομαι, [[αποχωρώ]] και [[παραδίδω]], [[εκχωρώ]] τη [[θέση]] μου σε κάποιον [[άλλο]], σε Πλάτ.· [[ὑπεκχωρέω]] τῷ θανάτῳ, [[δίνω]] [[τόπο]] στον θάνατο, δηλ. [[ξεφεύγω]] απ' αυτόν, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεκχωρέω:''' уходить, отступать Her., Plut.: οἱ ὑπεκχωροῦντες τοῦ βίου Plat. уходящие из жизни, умирающие; ὑ. τινι Plat. отступать перед кем(чем)-л., уступать место кому(чему)-л., тж. уходить от кого(чего)-л. | |||
}} | }} |