3,252,803
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεκτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπεξέδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]], ξεχύνομαι από [[κάτω]], [[ξεφεύγω]] από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150 | |lsmtext='''ὑπεκτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπεξέδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]], ξεχύνομαι από [[κάτω]], [[ξεφεύγω]] από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150 | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεκτρέχω:''' (fut. ὑπεκδρᾰμοῦμαι, aor. 2 ὑπεξέδρᾰμον)<br /><b class="num">1)</b> избегать, ускользать (τι Soph., Eur., Plut.): ἢν ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω Eur. если я избегну смерти;<br /><b class="num">2)</b> переходить, переступать (τοῦ χρόνου [[τέλος]] Soph.). | |||
}} | }} |