Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπεκτρέχω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπεξέδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]], ξεχύνομαι από [[κάτω]], [[ξεφεύγω]] από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150
|lsmtext='''ὑπεκτρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπεξέδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[εξέρχομαι]], ξεχύνομαι από [[κάτω]], [[ξεφεύγω]] από, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., ἢ ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] πέρα από κάποιο όριο, σε Σοφ.150
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκτρέχω:''' (fut. ὑπεκδρᾰμοῦμαι, aor. 2 ὑπεξέδρᾰμον)<br /><b class="num">1)</b> избегать, ускользать (τι Soph., Eur., Plut.): ἢν ἐγὼ μὴ [[θανεῖν]] ὑπεκδράμω Eur. если я избегну смерти;<br /><b class="num">2)</b> переходить, переступать (τοῦ χρόνου [[τέλος]] Soph.).
}}
}}